μπροστάρι

μπροστάρι
το
το μπροστινό μέρος τού σάγματος, σε αντιδιαστολή προς το πιστάρι ή πισάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπροστά + κατάλ. -άρι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γκεσέμι — και γκιοσέμι και κεσέμι, το τράγος ἡ κριάρι που οδηγεί ολόκληρο το κοπάδι, μπροστάρι, σούρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kosem] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”